Ο ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΔΙΑΤΗΡΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΣΗ ΑΓΑΠΗ τις συναισθηματικές αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας είναι πως για μια φευγαλέα στιγμή μάς ξαναδίνουν ένα απεριόριστο μέλλον.
ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΠΡΟΣΠΑΘΩ να αγκυροβολήσω σε κάτι στερεό. Απεγνωσμένα προσπαθώ για άλλη μια φορά να ανακαλύψω έναν ακέραιο, αλώβητο κόσμο, που δεν τον εξουσιάζει ο χρόνος. Και πραγματικά, δυο μέρες ταξιδιού και η γνωριμία μιας καινούριας πόλης καταφέρνουν να επιβραδύνουν την ασταμάτητη ροή των γεγονότων.
Δύο μέρες σ’ ένα καινούριο μέρος αξίζουν τριάντα σε οικείο περιβάλλον -τριάντα μέρες που τις έχει φθείρει, μικρύνει και καταστρέψει η συνήθεια.
Η ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΔΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΕΝΑ ΛΟΥΣΤΡΟ -και γλιστράς επάνω του όπως σ' ένα καλογυαλισμένο παρκέ. Ένας κόσμος νέος, ένας κόσμος πάντα νέος, ένας αιώνιος κόσμος -αυτός είναι ο παράδεισος. Αλλά η σημερινή ταχύτητα δεν είναι μόνο διαβολική, είναι η ίδια η κόλαση, η επιτάχυνση της πτώσης. ΥΠΗΡΧΕ ΤΟ ΠΑΡΟΝ, ΥΠΗΡΧΕ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ. Τώρα δεν υπάρχει πια ούτε παρόν ούτε χρόνος. Η γεωμετρική πρόοδος της πτώσης μάς έριξε μέσα στο κενό.
Σιμόν Ντε Μποβουαρ
Πέθανε από πνευμονία στις 14 Απριλίου του 1986 και θάφτηκε παραπλεύρως του Σαρτρ, στο Cimetiere du Montparnasse του Παρισιού